μικροπαντρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μικροπαντρεύω μικρός + παντρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μικροπαντρεύω
✦ παντρεύω σε μικρή ηλικία: μικροπάντρεψε την κόρη της
✦ (εύχρ. ιδ. ο μέσος τύπος) μικροπαντρεύομαι, παντρεύομαι μικρός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–