μικροκομματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μικροκομματισμός μικρός + κομματισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μικροκομματισμός
✦ η επιδίωξη του κομματικού συμφέροντος, με ευτελή μέσα, και πάνω από κάθε άλλη υψηλότερη σκοπιμότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–