μικροβιακός


μικροβιακός
Προφορά

Ετυμολογία
μικροβιακός └ουσ┘ μικρόβιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ μικροβιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα μικρόβια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μικροβιακά (Κ μικροβιακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.