μικκύλιο


μικκύλιο
Προφορά

Ετυμολογία
μικκύλιο μεταγενέστερη ελληνική μικκύλος, υποκοριστικό του μικρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μικκύλιο

✦ απειροελάχιστη ομάδα μορίων ενός σώματος, που έχει όλες τις φυσικές του ιδιότητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.