μιζαδόρος


μιζαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μιζαδόρος μίζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μιζαδόρος

✦ θηλ. μιζαδόρα αυτός που παίρνει μίζες από ύποπτες επιχειρήσεις ή εκδουλεύσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.