μιγαδικός
Προφορά
Ετυμολογία
μιγαδικός μιγάς
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μιγαδικός -ή, -ό
✦ ο των μιγάδων, ανάμεικτος
✦ (για ζώα κ. φυτά) που προήλθε από επιμειξία συγγενικών ειδών
✦ (μαθημ.) μιγαδικός αριθμός, ο αποτελούμενος από πραγματικές και φανταστικές μονάδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–