μιγάδα


μιγάδα
Προφορά

Ετυμολογία
μιγάδα αρχαία ελληνική μιγάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μιγάδα

✦ θηλ. μιγάδα ανάμεικτος
✦ (ιδ.) ο γεννημένος από γονείς διαφορετικής φυλής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.