μιασματικός


μιασματικός
Προφορά

Ετυμολογία
μιασματικός μίασμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ μιασματικός -ή, -ό

✦ ο προερχόμενος από μίασμα
✦ που προκαλεί μίανση, μολυσματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.