μια


μια
Προφορά

Ετυμολογία
μια αρχαία ελληνική μία, └θηλ┘ του εἷς

Ερμηνεία
μια

✦ κ. μια απόλ. αριθμητ. (γεν. μιας κ. μιανής) θηλ. του ένας (βλ. λ.) : φρ. μία σου και μία μου, ανταποδίδω τα ίσα – μια και, δεδομένου ότι – μια και καλή, με μια ολοκληρωμένη προσπάθεια, τελειωτικά: να καλέσουμε ένα καλόν τεχνίτη να το διορθώσει μια και καλή – μια για πάντα, οριστικά, τελεσίδικα: πίστευε πως όλα τελειώνουν εδώ κάτου, μια για πάντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.