μηχανοποιώ


μηχανοποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανοποιώ αρχαία ελληνική μηχανοποιῶ

Ερμηνεία
ρήμα μηχανοποιώ -είς, -εί

✦ χρησιμοποιώ, σε ευρεία κλίμακα, μηχανικά μέσα κατά την παραγωγική διαδικασία
✦ (ειδ.) μεταβάλλω τον εργάτη σε είδος μηχανής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.