μηχανοποίητος


μηχανοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανοποίητος μηχανοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηχανοποίητος -η, -ο

✦ ο φτιαγμένος με μηχανή, που είναι έργο των μηχανών: ο σύγχρονος μηχανοποίητος πολιτισμός (Γ. Σεφέρης).

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.