μηχανοποίηση


μηχανοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανοποίηση μηχανοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηχανοποίηση

✦ η χρησιμοποίηση μηχανικών μέσων σε ευρεία κλίμακα: μηχανοποίηση της αγροτικής παραγωγής
✦ (ειδ.) η μετατροπή του εργάτη σε είδος μηχανής ως συνέπεια εξαντλητικού καταμερισμού της βιομηχανικής εργασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.