μηχανολόγος
Προφορά
Ετυμολογία
μηχανολόγος μηχανή + παραγωγ. κατάλ. -λόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η μηχανολόγος
✦ επιστήμονας μηχανικός ειδικός στην κατασκευή και επίβλεψη μηχανών και μηχανικών εγκαταστάσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–