μηχανοκίνητος


μηχανοκίνητος
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανοκίνητος μηχανή + κινώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηχανοκίνητος -η, -ο

✦ ο κινούμενος με μηχανή
✦ (στρατ.) ο μεταφερόμενος με οχήματα: μηχανοκίνητες μονάδες: ένα καινούργιο σύνταγμα και μάλιστα μηχανοκίνητο, με πλήθος αυτοκίνητα από διάφορα είδη και μοτοσικλέτες κι άλλα πολύ καταπληκτικά τεχνικά μέσα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.