μηχανογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
μηχανογράφος └γαλλ┘ mécanographe
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η μηχανογράφος
✦ υπάλληλος ειδικευμένος στην καταγραφή πληροφοριών σε ειδικές καρτέλες με τη βοήθεια διατρητικών μηχανών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–