μηχανογράφηση


μηχανογράφηση
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανογράφηση μηχανογραφώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηχανογράφηση

✦ (οικ.) η χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανών ή συσκευών, και ιδ. ηλεκτρονικών υπολογιστών, στην οργάνωση επιχειρήσεων και οργανισμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.