μηχανιστικός


μηχανιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανιστικός μηχανή

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηχανιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη θεωρία της μηχανοκρατίας (βλ. λ.) : μηχανιστικός υλισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.