μηχανικό
Προφορά
Ετυμολογία
μηχανικό └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. μηχανικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μηχανικό
✦ κλάδος του στρατεύματος, που αποστολή του είναι η κατασκευή και συντήρηση διαφόρων τεχνικών έργων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–