μηχανιά
Προφορά
Ετυμολογία
μηχανιά αρχαία ελληνική μηχανία, μεσαιωνική ελληνική μηχανία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μηχανιά
✦ απάτη, τέχνασμα, δόλος: μα πάντα με πονηριές και μηχανιές και νύχτα και κλεφτάτα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–