μηχανεύομαι


μηχανεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανεύομαι αρχαία ελληνική μηχανεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα μηχανεύομαι

✦ επινοώ κάτι, σοφίζομαι
✦ (ιδ. με κακή σημασία) προετοιμάζω κάτι με δόλιο τρόπο, βυσσοδομώ

Συνώνυμα
τεχνάζομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.