μημουάπτου
Προφορά
Ετυμολογία
μημουάπτου από την ευαγγελική └φρ┘μή μοῦ ἅπτου (= μη μ’ αγγίζεις)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μημουάπτου
✦ το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή
✦ ως επίθ. λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–