μηλωτή


μηλωτή
Προφορά

Ετυμολογία
μηλωτή μεταγενέστερη ελληνική μηλωτή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηλωτή

✦ δέρμα προβάτου, η προβιά
✦ κάθε ακατέργαστο δέρμα με μαλλί, το τομάρι
✦ πανωφόρι από μαλλωτό δέρμα, γούνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.