μηλιόρι


μηλιόρι
Προφορά

Ετυμολογία
μηλιόρι αρωμουν. ml’or

Ερμηνεία
μηλιόρι

✦ αμνάδα ή γίδα ηλικίας ενός χρόνου ή πρώτης εγκυμοσύνης, πρωτόγεννη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.