μηλίτσα


μηλίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
μηλίτσα υποκοριστικό του ουσιαστικού μηλιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηλίτσα

✦ μικρή μηλιά: μηλίτσα, που ‘σαι στον γκρεμό, τα μήλα φορτωμένη (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.