μηλίνη


μηλίνη
Προφορά

Ετυμολογία
μηλίνη αρχαία ελληνική μηλίνη, └θηλ┘ του επιθέτου μήλινος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηλίνη

✦ αλοιφή που κατασκευάζεται με βάση το χυμό των μήλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.