μηκώνιο


μηκώνιο
Προφορά

Ετυμολογία
μηκώνιο αρχαία ελληνική μηκώνιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μηκώνιο

✦ ο οπός της μήκωνος της υπνοφόρου, το όπιο |(ιατρ.) η βαθυπράσινη πολτώδης ουσία που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του νεογέννητου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.