μηδενισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μηδενισμός νεότ. μετά└φρ┘του └γαλλ┘ όρου nihilisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μηδενισμός
✦ η αναγωγή στο μηδέν
✦ (φιλοσ.) η άρνηση κάθε παραδεγμένης αξίας, θεωρητικής ή πρακτικής στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης
✦ (κοινων.) κίνημα που αναπτύχθηκε στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα για τη θεμελιακή ανατροπή της κοινωνικής δομής με τη χρήση τρομοκρατικών μεθόδων
Συνώνυμα
νιχιλισμός (nihilismus)
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–