μηδείς
Προφορά
Ετυμολογία
μηδείς αρχαία ελληνική μηδείς
Ερμηνεία
μηδείς
✦ μηδεμία, μηδέν (γεν. αρσεν. κ. ουδ. μηδενός) αντων. κανείς, κανένας
✦ εύχρ. σε φρ. από την αρχαία ελληνική ελλ.: μηδένα προ του τέλους μακάριζε, μη θεωρείς κανέναν ευτυχή, προτού πεθάνει, κανείς δεν είναι εξασφαλισμένος από τις μεταστροφές της τύχης – μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω, (αναφέρ. από τον Τζέτζη ως επιγραφή στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνος) αποκλείονται όσοι δεν είναι μυημένοι – μηδέν άγαν, βλ. άγαν
✦ εύχρ. επίσης στη φρ. μηδενός εξαιρουμένου – μηδεμιάς εξαιρουμένης, όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση
✦ ουδ. το μηδέν ως ουσ. (βλ. λ.) .
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–