μη
Προφορά
Ετυμολογία
μη αρχαία ελληνική μή
Ερμηνεία
μη
✦ μόρ. κ. μην (πριν από φωνήεν και από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ)· δηλώνει, απαγόρευση ή συμβουλή: μην προχωρείς – μη γυρεύετε πολλά
✦ αποτροπή, ευχή ή κατάρα, όρκο: μη σώσεις να μιλήσεις – μη, προς Θεού
✦ ενδοιασμό ή απορία, συνώνυμο του μήπως: μη τυχόν νομίσει κάτι τέτοιο;
✦ άρνηση: για να μην παρεξηγηθείς
✦ έννοια αντίθετη: η μη επαρκής ενημέρωση (η ανεπαρκής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–