μεφιτισμός


μεφιτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μεφιτισμός └γαλλ┘ méphitisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεφιτισμός

✦ δυσάρεστη οσμή από αναθυμιάσεις αερίων βλαβερών για τον ανθρώπινο οργανισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.