μετώπιο
Προφορά
Ετυμολογία
μετώπιο αρχαία ελληνική μετώπιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού μέτωπον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μετώπιο
✦ (ανθρωπολ.) το νοητό σημείο στο μέσο γραμμής που ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους και που χρησιμοποιείται για μέτρηση του μήκους του κρανίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–