μετόπισθεν
Προφορά
Ετυμολογία
μετόπισθεν αρχαία ελληνική μετόπισθεν
Ερμηνεία
μετόπισθεν
✦ άκλ. ουσ. το σύνολο των υπηρεσιών ανεφοδιασμού που παρακολουθούν το κυρίως στράτευμα σε καιρό πολέμου
✦ ο άμαχος πληθυσμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–