μετόπη
Προφορά
Ετυμολογία
μετόπη μεταγενέστερη ελληνική μετόπη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετόπη
✦ πλάκα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα τρίγλυφα και συναποτελεί, μαζί μ’ αυτά, το διάζωμα των αρχαίων δωρικών ναών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–