μετωπικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
μετωπικότητα μετωπικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετωπικότητα
✦ κανόνας της αρχαϊκής γλυπτικής κατά την οποία τα αγάλματα παριστάνονται σε αυστηρή κατά μέτωπο στάση και με απόλυτη συμμετρία και ομοιότητα των δύο πλευρών του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–