μετοχέτευση


μετοχέτευση
Προφορά

Ετυμολογία
μετοχέτευση μεταγενέστερη ελληνική μετοχέτευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μετοχέτευση

✦ η μεταφορά υγρού από ένα μέρος σε άλλο με οχετό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.