μετουσιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μετουσιώνω μετουσιώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετουσιώνω
✦ μεταβάλλω την ουσία
✦ (μέσ.) μετουσιώνομαι, (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας) μεταβάλλομαι σε σώμα και αίμα του Χριστού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–