μετοικώ


μετοικώ
Προφορά

Ετυμολογία
μετοικώ αρχαία ελληνική μετοικῶ

Ερμηνεία
ρήμα μετοικώ -είς, -εί

✦ αλλάζω κατοικία ή τόπο διαμονής: γεννήθηκα σ’ επαρχία, όμως μετώκησα νεαρότατος στην Αθήνα (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.