μεταφραστικός


μεταφραστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μεταφραστικός μεσαιωνική ελληνική μεταφραστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεταφραστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τις μεταφράσεις ή τους μεταφραστές
✦ τα μεταφραστικά ως ουσ., η αμοιβή του μεταφραστή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μεταφραστικά (Κ μεταφραστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.