μεταφέρω


μεταφέρω
Προφορά

Ετυμολογία
μεταφέρω αρχαία ελληνική μεταφέρω

Ερμηνεία
μεταφέρω

✦ κ. μεταφέρνω ρ. (μετέφερα, μεταφ-έρθηκα, -ερμένος) φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλον, μετακομίζω
✦ μεταγράφω
✦ μεταφράζω
✦ μεταδίδω: σας μεταφέρω τους χαιρετισμούς του προέδρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.