μετατρέπω
Προφορά
Ετυμολογία
μετατρέπω αρχαία ελληνική μετατρέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετατρέπω
✦ μεταβάλλω, αλλάζω, μεταποιώ κάτι: τον εθνικισμό τους που, χωρίς να είναι αδικαιολόγητος, μετέτρεπε καμιά φορά την αρετή σε κακία (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–