μετασαλεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μετασαλεύω μεταγενέστερη ελληνική μετα-σαλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετασαλεύω
✦ μετακινώ κάτι βίαια, απομακρύνω
✦ μετακινούμαι, μετατοπίζομαι: η θερίστρα έφτιαχνε τις αγκαλιές χωρίς να μετασαλεύει (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–