μεταρρύθμιση
Προφορά
Ετυμολογία
μεταρρύθμιση μεσαιωνική ελληνική μεταρρύθμισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταρρύθμιση
✦ μετατροπή, μετασχηματισμός, τροποποίηση: δυσπιστούσε, μάλιστα, αρκετά προς κάθε κίνηση που ζητούσε μεταρρυθμίσεις καθεστώτων και αναθεωρήσεις αξιών (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (εκκλ.) η επανάσταση των διαμαρτυρομένων κατά της καθολικής εκκλησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–