μεταρρυθμίστρια


μεταρρυθμίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
μεταρρυθμίστρια μεταρρυθμίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεταρρυθμίστρια

✦ θηλ. μεταρρυθμίστρια πρόσωπο που μεταρρυθμίζει, που επιφέρει μετατροπές
✦ (εκκλ.) οπαδός της θρησκευτικής μεταρρύθμισης

Συνώνυμα
ανακαινιστής, αναμορφωτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.