μεταπήδηση
Προφορά
Ετυμολογία
μεταπήδηση μεταγενέστερη ελληνική μεταπήδησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταπήδηση
✦ αιφνίδια αλλαγή θέσης, κατάστασης, ιδεολογικής ή άλλης τοποθετήσεως: η μεταπήδησή του στις τάξεις της δεξιάς είναι ανεξήγητη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–