μεταξωτός
Προφορά
Ετυμολογία
μεταξωτός μεταγενέστερη ελληνική μεταξωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεταξωτός -ή, -ό
✦ ο κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξένιος: μεταξωτό φόρεμα
✦ (μτφ. ) υπερβολικά ευπαθής, μη μου άπτου
✦ το μεταξωτό ως ουσ., ύφασμα από μετάξι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–