μεταλλακτήρας


μεταλλακτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
μεταλλακτήρας μεταλλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεταλλακτήρας

✦ ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.