μεταλλαγή


μεταλλαγή
Προφορά

Ετυμολογία
μεταλλαγή αρχαία ελληνική μεταλλαγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεταλλαγή

✦ μεταβολή, αλλαγή, μετάλλαξη: από τον καιρό που κρεμάσανε τον αδερφό του, μια σταθερή, ύπουλη μεταλλαγή είχε αρχίσει μέσα του. Έγινε μονόχνοτος πρώτα, αψύς, ευερέθιστος (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.