μεταλλάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
μεταλλάσσω αρχαία ελληνική μεταλλάσσω
Ερμηνεία
μεταλλάσσω
✦ κ. μεταλλάσσω ρ. (μετ-άλλαξα κ. -ήλλαξα, -αλλάχτηκα, μεταλλαγμένος) μεταβάλλω κάτι, μετατρέπω, τροποποιώ: να μεταλλάζει το ρομάντσο της ιπποσύνης σε μια ιστορία των καημών της ρωμιοσύνης (Γ. Σεφέρης)
✦ (αμτβ.) υφίσταμαι αλλαγή, μεταβάλλομαι: σιγά σιγά κι άγνωστο πώς το ξέσπασμα εκείνο της απελπισίας είχε μεταλλάξει σ’ αλλόκοτο ενθουσιασμό (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–