μεταγωγή


μεταγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
μεταγωγή μεταγενέστερη ελληνική μεταγωγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεταγωγή

✦ μεταφορά ανθρώπου ή πράγματος από έναν τόπο σε άλλο
✦ (ειδ.) η μεταφορά κρατουμένου από έναν τόπο σε άλλον υπό συνοδεία φρουρών
✦ τμήμα μεταγωγών, αστυνομικό τμήμα στο οποίο προσάγονται προσωρινά οι κρατούμενοι, μέχρι να μεταφερθούν στον τόπο προορισμού, ή κατά τη μεταφορά τους από τις φυλακές στο δικαστήριο και αντιστρόφως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.