μεταγράφω
Προφορά
Ετυμολογία
μεταγράφω αρχαία ελληνική μεταγράφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταγράφω
✦ γράφω για δεύτερη φορά, ξαναγράφω
✦ αντιγράφω
✦ γράφω σε νέα μορφή: θέλησα να μεταγράψω το παλαιό κείμενο στη σημερινή λαλιά μας (Γ. Σεφέρης)
✦ μεταφράζω
✦ (νομ.) ενεργώ μεταγραφή σε υποθηκοφυλακείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–